- ετεροκλινής
- -ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, -ές)αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινέςμία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτώναρχ.κατηφορικός («ἑτεροκλινὲς χωρίον», κατηφορικό μέρος, Ξεν.).επίρρ...ετεροκλινώς (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)με κλίση προς το ένα μόνο μέρος, προς τη μία πλευρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + κλινής (< κλίνω), πρβλ. α-κλινής].
Dictionary of Greek. 2013.